ἰαμβικά

ἰαμβικά
ἰαμβικός
of invective
neut nom/voc/acc pl
ἰαμβικά̱ , ἰαμβικός
of invective
fem nom/voc/acc dual
ἰαμβικά̱ , ἰαμβικός
of invective
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἰαμβικάς — ἰαμβικά̱ς , ἰαμβικός of invective fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Neugriechische Sprache u. Literatur — Neugriechische Sprache u. Literatur. Die N. Sprache ist das Altgriechische, vermischt mit italienischen, slawischen u. türkischen Wörtern u. in den Formen ziemlich verderbt. Sie ist die Umgangssprache der jetzigen Griechen, während die… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • Φαίδρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Υπήρξε και μαθητής του Λυσία. 2. Επικούρειος φιλόσοφος, που διακρίθηκε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα του… …   Dictionary of Greek

  • επίγραμμα — Αρχικά επιγραφή, κυρίως ταφική, και αργότερα σύντομο ποιητικό είδος με σκοπό τη διατήρηση της ανάμνησης μιας ζωής, ενός κατορθώματος, μιας προσφοράς κλπ. Η αρχαία παράδοση αποδίδει ε. στον Όμηρο, αλλά τα αρχαιότερα που έχουν διασωθεί ανάγονται… …   Dictionary of Greek

  • ιαμβείος — ο (Α ἰαμβεῑος, ον) [ίαμβος] το ουδ. ως ουσ. το ιαμβείο(ν) ο ιαμβικός στίχος αρχ. 1. ιαμβικός («ἰαμβεῑον... μέτρον», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰαμβεῑον το ιαμβικό μέτρο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ίαμβεῑα τα ιαμβικά ποιήματα …   Dictionary of Greek

  • ιαμβογράφος — ο (Α ἰαμβογράφος) αυτός που γράφει ιαμβικά ποιήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + γραφος*] …   Dictionary of Greek

  • σίγουρος — Επώνυμο οικογένειας της Ζακύνθου, που καταγόταν από τους Νορμανδούς ιππότες της Γαλλίας de Segur. Απόγονοι της οικογένειας αυτής εγκαταστάθηκαν στην Απουλία και τη Ζάκυνθο. Γενάρχης του κλάδου της Ζακύνθου ήταν ο Νούκιος. 1. Δραγανίγος (1547… …   Dictionary of Greek

  • φαιδρός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Υπήρξε και μαθητής του Λυσία. 2. Επικούρειος φιλόσοφος, που διακρίθηκε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα του… …   Dictionary of Greek

  • Αρχίλοχος — (Πάρος περ. 680 – Θάσος 640 π.Χ.).Ο αρχαιότερος από τους λυρικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας για τους οποίους υπάρχουν στοιχεία. Πιστεύεται (δεν υπάρχει γενική συμφωνία) ότι έζησε γύρω στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. (σε ένα από τα αποσπάσματά του… …   Dictionary of Greek

  • Ζαρίδας, Ανδρόνικος — (14ος αι.). Λόγιος. Έγραψε ιαμβικά επιγράμματα. Σώζονται επίσης, και μερικές επιστολές του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”